δροσοβολώ

δροσοβολώ
δροσοβόλησα, ρίχνω δροσιά: Δροσοβόλησαν τα δέντρα στην αυλή.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • δροσοβολώ — (AM δροσοβολῶ, έω) σκορπίζω δροσιά …   Dictionary of Greek

  • αδροσοβόλητος — η, ο [δροσοβολώ] αυτός που δεν δροσίστηκε, ο αδρόσιστος …   Dictionary of Greek

  • αδροσοβόλιστος — η, ο [δροσοβολώ] ο αδροσοβόλητος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”